- πολιτοφυλακία
- ἡ, Α [πολιτοφυλακώ]επιτήρηση τών πολιτών μιας πόλης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολιτοφυλακίαν — πολιτοφυλακίᾱν , πολιτοφυλακία superuision of the citizens fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)